λεμονοπορτοκαλιά

λεμονοπορτοκαλιά
η
βοτ. υβρίδιο λεμονιάς που προήλθε από διασταύρωσή της με πορτοκαλιά και που παράγει καρπούς σαν τα πορτοκάλια, αλλά με ξινό χυμό και άρωμα λεμονιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. λεμονοπορτοκαλέαι, μαρτυρείται από το 1859 στον Θεόδωρο Ορφανίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεμονοπορτόκαλο — το 1. ο καρπός τού δένδρου λεμονοπορτοκαλιά 2. στον πληθ. τα λεμονοπορτόκαλα πορτοκάλια και λεμόνια μαζί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”